- μαθητικός
- -ή, -ό (Α μαθητικός, -ή, -όν) [μαθητής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μαθητές ή προσιδιάζει στους μαθητές («τα μαθητικά χρόνια»)αρχ.1. αυτό)1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, φιλομαθής2. (για ζώο) αυτός που μαθαίνει εύκολα, ευκολοδίδακτος («μαλακώτερόν τε γὰρ τὸ ἦθος ἐστι τὸ τῶν θηλειῶν... καὶ μαθητικώτερον», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.